- πρωτείραι
- πρωτείρᾱͅ , πρωτείρηςSpartan youth in his 20th yearmasc dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτείρης — ὁ, Α συν. στον πληθ. οἱ πρωτεῑραι (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (στη Σπάρτη) οι εικοσαετείς νεανίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + εἴρην, ενός «τάξη τών νέων στην αρχαία Σπάρτη»] … Dictionary of Greek